απαίδευτος

απαίδευτος
-η, -ο (AM ἀπαίδευτος, -ον)
αμόρφωτος
νεοελλ.
αυτός που δεν πέρασε βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι
2. αδέξιος, άκομψος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπαίδευτος — uneducated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαίδευτος — η, ο 1. αμόρφωτος, αμαθής: Στενοχωριόταν που είχε μείνει ουσιαστικά απαίδευτος. 2. αβασάνιστος: Δε γερνά, γιατί είναι άνθρωπος απαίδευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαιδευτότερον — ἀπαίδευτος uneducated adverbial comp ἀπαίδευτος uneducated masc acc comp sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτάτων — ἀπαίδευτος uneducated fem gen superl pl ἀπαίδευτος uneducated masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτότατον — ἀπαίδευτος uneducated masc acc superl sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδεύτως — ἀπαίδευτος uneducated adverbial ἀπαίδευτος uneducated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαίδευτον — ἀπαίδευτος uneducated masc/fem acc sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτάτοις — ἀπαίδευτος uneducated masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτάτους — ἀπαίδευτος uneducated masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτέροις — ἀπαίδευτος uneducated masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”